|
 |

Ήθη και έθιμα των προμάχων |
|
Όταν ο νέος πλησίαζε στο τέλος της εφηβείας του, όταν δηλαδή γίνονταν 18-19 ετών, οι γονείς ταυ φρόντιζαν να τον αποκαταστήσουν. Όριζαν λοιπόν τη μέλλουσα νύφη τους, που θεωρούσαν ιδανική σύζυγο για το γιο τους.
Σημαντικό ρόλο έπαιζε η παρουσία του προξενητή. Αυτός συνήθης ήταν .πρόσωπα συγγενικό με την οικογένεια του αγοριού και αρμοδιότητα του ήταν να μεταφέρει το μήνυμα στην οικογένεια του κοριτσιού, η οποία, αν αποδέχονταν το συνοικέσιο, όριζε την ημέρα των αρραβώνων. Ο αρραβώνας γίνονταν πάντα βράδυ και είχε χαρακτήρα τελετουργικό. Ο μέλλων γαμπρός μαζί με τους συγγενείς του πήγαιναν στο σπίτι της κοπέλας που επρόκειτο να γίνει αρραβωνιαστικιά του. Εκεί αντάλλασσαν τις βέρες και δώρα (συνήθως είδη ρουχισμού) καθώς και κοσμήματα κάθε είδους Κάποια από τις αδερφές ή ξαδέρφες του γαμπρού κρατούσε στο κεφάλι της, που σκέπαζε με μεταξωτό μαντήλι, ένα πανέρι ή ταψί μέσα στο οποίο βρίσκονταν τα δώρα που προορίζονταν για τη νύφη και την οικογένεια της. Ανάμεσα στα δώρα έριχναν σιτάρι, ρύζι, κουφέτα κ.λ.π. Αφού η νύφη έπαιρνε τα δώρα, με τη σειρά της έδινε τα δικά της δώρα στον αρραβωνιαστικό της και στην οικογένειά του. Τα δώρα τα τοποθετούνταν στο πανέρι και ο καθένας έπαιρνε το δικό του, αφότου επέστρεφαν όλοι μαζί στο σπίτι του γαμπρού. Ότι δωρίζονταν το βράδυ των αρραβώνων το παρουσίαζαν οι δύο οικογένειες στο σόιτης η καθεμία, απλώνοντας το για μια εβδομάδα στα σπίτια του νέου και της κοπέλας.
Το επίσημο τραπέζι του αρραβώνα γίνονταν διαφορετική μέρα και ήταν αφιερωμένο στο γαμπρό. Σκοπός ήταν να ξεθαρρέψει ο νέος και να νιώσει περισσότερο οικεία με τα πεθερικά του. Μαζί με το γαμπρό καλεσμένοι στο τραπέζι ήταν οι γονείς και α αδέρφία του, μαζί με τον κουμπάρο.
Ο επίσημος αρραβώνας γίνονταν πάντα στη δεύτερη μέρα του πρώτου Πάσχα .από τον ανεπίσημο αρραβώνα. Ουσιαστικά πρόκειται για επανάληψη της τελετουργίας του "πρώτου" αρραβώνα. Δηλαδή οι συγγενείς του γαμπρού πήγαιναν ξανά στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του, αντάλλασσαν δώρα κ.ο.κ Τέλος, τον πρώτο δεκαπενταύγουστο μετά τον αρραβώνα, η μητέρα του γαμπρού μαζί με 3-4 γυναίκες, που συνήθως ήταν αδερφές, συννεφάδες ή κουνιάδες τους πήγαιναν με δώρα στο σπίτι της νύφης. Η τελευταία τις δώριζε και έστελνε δώρα και στον αρραβωνιαστικό της. Αυτά ήταν τα έθιμα του αρραβώνα. Τελείωναν, ίσως εδώ,γιαναπαραχωρήσουντηθέσηΤουςσταΤελετουργίακαιεθιμοτυπικάστοιχείατουγάμου
Στους Προμάχους, όπως σε κάθε χωριό της Ελλάδας, οι προετοιμασίες του γάμου αποκτούσαν χαρακτήρα γιορτινό. Αυτό το θαυμάσιο γεγονός έδινε την ευκαιρία στους ανθρώπους να ξεφύγουν από τη ρουτίνα της καθημερινότητας και να ζήσουν για μια περίπου εβδομάδα - όσο διαρκούσε η προετοιμασία - σε διαφορετικούς, ξέφρενους ρυθμούς ζωής.
Από το πρωί, λοιπόν, της Τετάρτης ζυμώνονταν τα τσουρέκια, που μοιράζονταν σαν προσκλήσεις στα σπίτια του χωριού. Το βράδυ της ίδιας ημέρας δύο αγόρια από το σόι του γαμπρού μοίραζαν από δύο τσουρέκια σε κάθε σπίτι λέγοντας: Είστε καλεσμένοι στο γάμο που θα γίνει την προσεχή Κυριακή. Το ίδιο γίνονταν και από τη μεριά της νύφης. Όταν τέλειωνε το μοίρασμα, τα παιδιά επέστρεφαν στο σπίτι του γαμπρού (και της νύφης). Εκεί τους περίμενε έτοιμο το βραδινό δείπνο.
Επίσης, την Τετάρτη ο πατέρας του γαμπρού πήγαινε στον κουμπάρο και τον καλούσε στο γάμο δίνοντας του ένα μεγάλο τσουρέκι. Έπειτα πήγαινε στο σπίτι της νύφης, έδινε κι εκεί άλλο ένα μεγάλο τσουρέκι "υπενθυμίζοντας" της το γάμο της Κυριακής.
Από το μεσημέρι της Παρασκευής έφθαναν στο σπίτι του αγοριού οι συγγενείς του. Καθένας απ' αυτούς έφερνε μαζί του ένα τενεκέ με σιτάρι ή καλαμπόκι. Αυτά τα άδειαζαν πάνω σ' ένα τραπεζομάντιλο που ήταν στρωμένο στο πάτωμα του πιο μεγάλου δωματίου. Πάνω στο σιτάρι με το καλαμπόκι τοποθετούσαν και ανακάτευαν σύκα, καρύδια, τζίντζιφα κ.λ.π..
Τότε ο πιο ψηλός από τους συγγενείς, κρατώντας στο κεφάλι του ένα ψωμί έκανε τον κύκλο γύρω από το σιτάρι τρεις φορές. Ακολουθούσε χορός και τραγούδι. Μπροστά και κρατώντας πάντα το ψωμί, έσερνε το χορό κάποιος ή κάποια που δεν είχε ακόμα παντρευτεί ή ένα μικρό παιδί Όσο κρατούσε ο χορός, ci χορευτές παίρνανε από το σωρό με το σιτάρι σύκα, καρύδια κ.λπ..
Αφότου τέλειωναν οι χοροί, τα αδέρφια και τα ξαδέρφια του γαμπρού άλεθαν το σιτάρι που οι συγγενείς είχαν φέρει. Με το αλεσμένο στάρι φτιάχνονταν πλιγούρι, που προσφέρονταν την ημέρα του γάμου σαν πρώτο πιάτο πριν από το κυρίως φαγητό.
Οι ίδιες διαδικασίες γίνονταν και στο σπίτι της νύφης.
Το πρωί του Σαββάτου οι συγγενείς φέρνανε ξύλα για να μαγειρευτεί το φαγητό.
Το γαμήλιο γλέντι άρχιζε το απόγευμα. Με τους μουσικούς πήγαιναν και έπαιρναν τον κουμπάρο από το σπίτι του. Αφού αυτός έφθανε στο σπίτι του γαμπρού, το γλέντι συνεχίζονταν μέχρι τα μεσάνυχτα. Όταν τελείωνε το βραδινό φαγοπότι ο κουμπάρος επέστρεφε στο σπίτι του.
Το πρωί της Κυριακής στην αυλή του σπιτιού της νύφης απλώνονταν και παρουσιάζονταν η προίκα της.
Μετά τον πρωινό εκκλησιασμό κάποιοι συγγενείς του γαμπρού, με μουσική συνοδεία, πήγαιναν και έδιναν στη νύφη το νυφικό της φόρεμα. Αυτή με τη σειρά της έδινε τα γαμπριάτικα ρούχα του μέλλοντα συζύγου της. Από εκεί, αφού επέστρεφαν πίσω, παίρνανε το γαμπρό και πήγαιναν να πάρουν τον κουμπάρο. Όταν έφταναν στο σπίτι του, ο νέος έπρεπε να φιλήσει το χέρι του για να γίνει δεκτή η πρόσκληση του. Χορευονταν 2-3 χοροί, και όλοι μαζί ξεκινούσαν για το σπίτι του γαμπρού, για το μεσημεριανό τραπέζι.
Αφού τέλειωνε το φαγοπότι, άρχιζε το ξύρισμα του γαμπρού. Τον ξύριζαν καθισμένο σε μια καρέκλα, ενώ την ίδια στιγμή δύο κοπέλες η μία από τα δεξιά και η άλλη από τα αριστερά -κρατούσαν την πετσέτα που ήταν περασμένη στο λαιμό του. Οι υπόλοιπες κοπέλες σχημάτιζαν γύρω του έναν κύκλο.
Όταν τέλειωνε το ξύρισμα όλα πια ήταν έτοιμα για να ξεκινήσει η πομπή, που θα πήγαινε να πάρει τη νύφη από το σπίτι της. Επικεφαλής της πομπής ήταν ο γαμπρός, που ήταν ανεβασμένος σ' ένα άσπρο άλογο. Δίπλα του βρίσκονταν και δεύτερο άσπρο άλογο, πάνω στο οποίο θα ανέβαινε η μέλλουσα σύζυγος του. Οι άντρες συγγενείς από το σόι του, για να ξεχωρίζουν, καρφίτσωναν στο πέτο ή στα μαλλιά τους κλωστές μεταξιού.
Φτάνοντας στο σπίτι της νύφης, έβρισκαν την έξω πόρτα του σπιτιού της κλειστή. Για να ανοίξει, έπρεπε ο νέος μαζί με τον κουμπάρο να πληρώσουν τρεις φορές, την πρώτη φορά από τη δεξιά τσέπη, τη δεύτερη φορά από την αριστερή και την τρίτη φορά πάλι από τη δεξιά τσέπη.
Όταν άνοιγε η πόρτα, έπρεπε και πάλι να δώσουν από τρεις φορές χρήματα σ' ένα μικρό αγόρι, το οποίο παίρνοντας τα χρήματα έδινε την άδεια να φορτωθεί η προίκα, που πλέον "ανήκε" στο γαμπρό. Όσο κρατούσε το φόρτωμα της προίκας, οι συγγενείς των δύο νέων χόρευαν και τραγουδούσαν όλοι μαζί.
Κάποτε η νύφη έβγαινε στο μπαλκόνι συνοδευόμενη από τις αδερφές της ή τις ξαδέρφες της. Ενώ οι μουσικοί έπαιζαν αργόρϋθμα μουσικά κομμάτια, η νύφη. μπροστά στο πλήθος έκανε αργά-αργά τρεις μετάνοιες, τρεις φορές το σταυρό της και πάλι τρεις μετάνοιες. Στη συνέχεια η μητέρα της, που στέκονταν πίσω της, της έδινε ένα ψωμί. Η νέα το τοποθετούσε στο κεφάλι της και το έσπανε σε δύο κομμάτια.. Αν το κομμάτι στο δεξί της χέρι ήταν το μεγαλύτερο, η κοπέλα έδινε την αγάπη της στο νέο σπιτικό της. Αν όμως ήταν το κομμάτι που κρατούσε στο αριστερό της χέρι, τότε έφευγε "αφήνοντας την καρδιά της" στο πατρικό της σπίτι.
Μετά απ' αυτά κατέβαινε στην αυλή του σπιτιού της. Εκεί οι γονείς και τα αδέρφια της χόρευαν μαζί της 2-3 χορούς, για τελευταία φορά, πριν αποχωριστεί την οικογένεια της.
Όταν οι μελλόνυμφοι ξεκινούσαν για την εκκλησία, η μητέρα . "σταύρωνε" από πίσω την κόρη της τρεις φορές με τρία κλαδιά από ρόδο. Τα κλαδιά αυτά τα πετούσε μαζί με ρύζι μπροστά από τους δύο νέους, για να "ριζώσουν" και να είναι ρόδινη η καινούρια τους ζωή.
Μετά το μυστήριο του γάμου στην εκκλησία του χωριού, οι νεόνυμφοι κατευθύνονταν στο νέο τους σπίτι, εκεί που θα περνούσαν μαζί την υπόλοιπη ζωή τους. Στο σπίτι αυτό, που όχι λίγες φορές ήταν το πατρικό σπίτι του γαμπρού, η πεθερά περίμενε τη νύφη της. Η τελευταία, όταν έφτανε εκεί, έκανε τρεις φορές τον κύκλο του σπιτιού, συνοδευόμενη από δύο κοπέλες που είχαν συγγένεια με το γαμπρό. Στη συνέχεια η πεθερά της της έδινε να πιει κρασί. Η νύφη το έφερνε γύρω-γύρω από το κεφάλι της και έπινε. Αυτό γίνονταν τρεις φορές. Η πεθερά έπαιρνε το μπουκάλι και το πετούσε στα κεραμίδια του σπιτιού. Έπειτα πρόσφερεσεέναδίσκο ρύζι. Η νύφη γέμιζε τα χέρια της και το πετούσε σταυρωτά (μία φορά μπροστά, μία φορά πίσω και τέλος άνοιγε πλάγια τα χέρια της και το πετούσε ταυτόχρονα δεξιά και αριστερά). Το πέταγμα του ρυζιού γίνονταν τρεις φορές: και συμβόλιζε την επιθυμία της να "ριζώσει" στο νέο σπίτι της. Αμέσως μετά η πεθερά κερνούσε γλυκό τη γυναίκα του γιου της, για να είναι πάντα γλυκομίλητη.
Όταν τέλειωναν οι παραπάνω διαδικασίες, από τη σκάλα του σπιτιού κατέβαινε ο πατέρας του γαμπρού. Η νύφη τότε του έδινε δώρο μία πετσέτα. Ο πεθερός της την έπαιρνε στο χέρι του, ενώ την άλλη άκρητης την κρατούσε η νύφη. Γυρισμένος μπροστά οδηγούσε τη νύφη μέσα στο σπίτι, όταν ξαφνικά διαπίστωνε ότι αυτή άφησε την πετσέτα και δεν τον ακολουθούσε. Το "άφημα" της πετσέτας γίνονταν δύο φορές και μόνο την τρίτη φορά η νύφη ανέβαινε στο σπίτι.
Μετά το κέρασμα από το σόι του γαμπρού, με τη συνοδεία των μουσικών πηγαίνουν όλοι μαζί στο πατρικό σπίτι της κοπέλας για να πάρουν τους δικούς της συγγενείς και να συνεχίσουν μαζί το γλέντι.
Το μεσημέρι της επόμενης μέρας (τη Δευτέρα) οι συγγενείς της νύφης πήγαιναν στο σπιτικό των νεόνυμφων και τους πρόσφεραν κάθε είδους λιχουδιές. Οι τελευταίοι, ετοίμαζαν μαζί το τραπέζι ειδικά γι' αυτούς τους συγγενείς τους.
Την Τρίτη δύο άντρες, συγγενείς του γαμπρού, πήγαιναν στους γονείς της κοπέλας τα σημάδια της αγνότητας της. Αυτά δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά ούζο με ζάχαρη σ' ένα μπουκάλι, στο στόμιο του οποίου υπήρχε ένα γαρύφαλλο. Μάλιστα στο δρόμο κερνούσαν τους περαστικούς.
Το απόγευμα της Τετάρτης οι αδερφές της νύφης την έπαιρναν από το σπίτι και πήγαιναν στη βρύση του χωριού για να γεμίσουν νερό. Εκεί, Τοποθετούσαν στο δεξί της πόδι ένα νόμισμα που το έριχνε στο νερό. Το ίδιο νόμισμα η κοπέλα το έριχνε δύο φορές στο νερό και μόνο την τρίτη φορά το άφηνε οριστικά μέσα.
Το βράδυ της Παρασκευής οι νεόνυμφοι ήταν καλεσμένοι για δείπνο στο σπίτι "της κοπέλας, όπου και περνούσαν τη νύχτα.
Τα γαμήλια έθιμα έκλειναν με το τραπέζι που παρέθετε στους νέους ο κουμπάρος, λίγες μέρες μετά το γάμο.
|
 |
|
|